- πεμπτῆς
- πεμπτόςsentfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέμπτης — πέμπτος fifth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Kemalpaşa (İzmir) — Pour les articles homonymes, voir Kemalpaşa et Nymphaion. Kemalpaşa (tr) Nif, (grc) Νύμφαιον … Wikipédia en Français
OGYGES — Thebanorum, secundum alios, Ogygiae et Actes, quae postea Boeotia et Attica dicta, Rex, qui Thebas Boeotias condidit circiter mille et quingentis annis ante romam conditam. Idem et Eleusinem exstruxisse fertur. Sub hoc Rege fuit diluvium magnum,… … Hofmann J. Lexicon universale
QUINISEXTA — Graece Πενθέκτη, dicta Synodus Trullana secunda, habita Constantinopoli sub Iustiniano Rhinothmeto; quod quintae et sextae Synodi defectum suppleverit, ὅτι τ᾿ὸ ὑςτέρημα τῆς πέμπτης καὶ τῆς ἕκτης συνόδου ἀνεπλήρωσε, τὴν τȏυ ἱερῶν φημὶ κανόνων,… … Hofmann J. Lexicon universale
Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με … Dictionary of Greek
Τσικνοπέμπτη — Ονομασία της ημέρας Πέμπτης της Κρεατνής ή κατ’ άλλους Τυρινής. Προέρχεται από τη λέξη τσίκνα, τη μυρωδιά δηλαδή του ψημένου κρέατος, που κάθε οικογένεια συνηθίζει να τρώει την ημέρα αυτή. Επειδή τις ημέρες της Τυροφάγου Δευτέρα, Τετάρτη,… … Dictionary of Greek
ακάθιστος — η, ο (Μ ἀκάθιστος, ον) (MN) 1. αυτός που παραμένει όρθιος γιατί δεν βρίσκει θέση ή δεν τού επιτρέπουν να καθίσει 2. αυτός που μετακινείται συνεχώς 3. ο Ακάθιστος βλ. Ακάθιστος Ύμνος νεοελλ. 1. ο ακούραστος, ο άοκνος 2. (για πράγματα) αυτό που δεν … Dictionary of Greek
αντιμόνιο — Στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb, από το λατινικό stibium. Έχει ατομικό αριθμό 51. Γνωστό από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη ή ως θειούχο α. (Sb2S3), θεωρήθηκε ένα είδος … Dictionary of Greek
αρσενικό — Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το… … Dictionary of Greek